- τυντλάζω
- Α [τύντλος]1. α) βαδίζω ή πατώ στον πηλό, στη λάσπηβ) εργάζομαι μέσα στη λάσπη2. σκαλίζω κλήματα αμπέλου3. μτφ. (κατά τον Ησύχ.) «ταράσσω»4. μέσ. τυντλάζομαιμτφ. δεν ξέρω τί κάνω, παθαίνω σύγχυση, τά χάνω.
Dictionary of Greek. 2013.